Ανατολική Λοκρίδα

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΛΟΚΡΙΔΑ

Ο Όμηρος καθορίζει την ανατολική Λοκρίδα ως την περιοχή απέναντι από την Εύβοια αριθμώντας οκτώ πόλεις της: Κύνος, Οπούς, Καλλίαρος, Βίσσα, Σκάρφη, Αυγειαί, Τάρφη, Θρόνιον και έναν ποταμό τον Βοάγριο.

Ο Στράβων αναφέρει ότι η Λοκρίδα εκτεινόταν Β ? ΒΔ από τις Θερμοπύλες και το εκεί Ιερό της Δήμητρας Πυλαίας και προς τα Ανατολικά ως τις Αλές (σημερινός Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος), πόλη που στην εποχή του όπως και η πόλη της Λάρυμνας ανήκουν στη Βοιωτία. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Παυσανίας που ρητώς αναφέρει ότι η περιοχή των Αλών ανήκε παλαιά στους Λοκρούς και στην εποχή του ήταν Βοιωτική.

Η ανατολική Λοκρίδα λοιπόν συνέπιπτε κατά την αρχαιότητα με τη λωρίδα γης που εκτεινόταν από τις Θερμοπύλες ως τη Λάρυμνα και οριζόταν Δ ? ΝΔ από τους ορεινούς σχηματισμούς του Καλλιδρόμου, της Κνημίδας και του Χλωμού. Συνόρευε δυτικά με την κοιλάδα του Σπερχειού, του Μαλιείς και τους Οιταίους, Ν ? ΝΔ με τους Φωκείς, Ν ? ΝΑ με τους Βοιωτούς.

Το όνομα της Περιοχής και των κατοίκων της προέρχεται από τη λέξη Λοκρός, που η προέλευσή της είναι ετυμολογικά σκοτεινή. Η λέξη χαρακτήριζε τη φυλετική ομάδα που είχε εγκατασταθεί στο χώρο και του έδωσε το όνομά της. Κατά μία άποψη συνδέεται με τους Λέλεγες, κατά μία άλλη, πιο εύλογη, προέρχεται από τη λέξη «Λεκρός», που σημαίνει κέρατο ελάφου και κατ? επέκταση υπονοεί τους τοξότες με τόξα κατασκευασμένα από κέρατα ελαφών. Οι Λοκροί στην αρχαιότητα θεωρούντο ικανοί τοξότες και αυτό καταγράφηκε από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Όμηρος Ιλιάδα Ν 712-718. «Τον γενναίο γιό του Οϊλέα όμως δεν τον ακολουθούσαν οι Λοκροί, γιατί δε βαστούσε η καρδία τους στη μάχη που γινόταν από κοντά, γιατί δεν είχαν περικεφαλαίες χάλκινες με φούντες από τρίχες αλόγου, ούτε είχαν ασπίδες στρογγυλές και δόρατα από μελιά, παρα΄ήλθαν μαζί στο Ίλιο έχοντας πίστη στα δοξάρια τους και στο καλοστριμμένο αφράτο μαλλί του αρνιού (εννοεί τις χορδές των τόξων)και μ? αυτά έριχναν αδιάκοπα και έσπαζαν τις φάλαγγες των Τρώων».

Οι Ανατολικοί Λοκροί αναφέρεται ότι εκαλούντο στο παρελθόν και Λέλεγες Λοκροί. Ήταν επίσης γνωστοί με το όνομα Εοίοι ή Ηοίοι Λοκροί και οι προς Εύβοιαν Λοκροί. Τα πιο συνήθη όμως επωνύμιά τους ήταν Επικνημίδιοι και Οπούντιοι.

Η ονομασία Οπούντιοι ή Οπόντιοι αναφέρεται από τους παλαιότερους αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα), σε νομίσματα του 4ου αιώνος π.Χ. και σε επιγραφές, πολιτικού ή νομικού χαρακτήρα. Χαρακτηρίζει δε το σύνολο των Ανατολικών Λοκρών κατά τις περιόδους άνθησης και πολιτικής ισχύος της μητρόπολής τους, του Οπούντος από τον οποίο απορρέει και το εθνικό Οπούντιοι για το σύνολο των κατοίκων της περιοχής. Περιοριστικά όμως η επωνυμία Οπούντιοι  περιγράφει τους κατοίκους του ανατολικού τμήματος της Λοκρίδας, και μάλιστα εκείνους που ζουν στην πεδιάδα γύρω από τον Οπούντα, τη σημερινή δηλαδή πεδιάδα της Αταλάντης με τα γύρω υψώματα.

Επικνημίδιοι καλούνταν οι Λοκροί, που κατείχαν την περιοχή επάνω και γύρω από το όρος Κνημίς. Ο διαχωρισμός αυτός πιθανόν να οφείλεται στην παρεμβολή μεταξύ ανατολικού και δυτικού τμήματος της πόλης Δαφνούς, που κατά καιρούς κατείχαν οι Φωκείς καθώς τους εξασφάλιζε την έξοδο στον Βόρειο Ευβοϊκό κόλπο. Η πόλη Δαφνούς τοποθετείται σε περιοχή κοντά στο σημερινό Άγιο Κωνσταντίνο.

Αρχαιολογικές θέσεις στην Επικνημίδια Λοκρίδα.

Νάρυκα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο μοναδικός κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος εντός των ορίων του Δήμου Καμένων Βούρλων βρίσκεται δυτικά του οικισμού Ρεγγινίου, στη θέση «Παληοκάστρα». Στην περιοχή αυτή τοποθετείται η πόλη Νάρυξ, γενέτειρα του Αίαντος του Οϊλέως. Πρόκειται για τη μόνη λοκρική πόλη, η θέση της οποίας έχει επιβεβαιωθεί  χάρη στην εύρεση εκεί σχετικής επιγραφής, την οποία δημοσίευσε ο Αρχαιολόγος Ν. Παπαδάκης το 1920 στο Αρχαιολογικό Δελτίο.

Θρόνιο


Μία από τις σημαντικότερες πόλεις των Επικνημιδίων Λοκρών, την οποία αναφέρει ο Όμηρος στον Νηών κατάλογο της Ιλιάδας, είναι το Θρόνιο. Η θέση του ταυτίζεται με την περιοχή Μάρμαρα, πεντακόσια περίπου μέτρα από τη γέφυρα του Βοαγρίου Ποταμού επί της εθνικής οδού Αθηνών – Θεσσαλονίνης.

Η στρατηγικής σημασίας θέση του Θρονίου, επάνω στο σημαντικότερο ως σήμερα οδικό άξονα που συνδέει το βόρειο με το νότιο τμήμα της ελληνικής χερσονήσου υπήρξε καθοριστική για τις ιστορικές τύχες της πόλεως γενικά.

Σύμφωνα με τις πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας το Θρόνιο καταλήφθηκε από τους Αθηναίους το 431 π.Χ.. Το 426π.Χ. καταστράφηκε ολοκληρωτικά από σεισμό ο οποίος προκάλεσε το θάνατο σε 850 περίπου κατοίκους του. Η πόλη ανοικοδομήθηκε, αλλά με την κατάληψή της από το Φωκέα  το 353 π.Χ., κατά τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο οι κάτοικοί της πωλήθηκαν ως δούλοι. Το 346 π.Χ. κατακτήθηκε από το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Αιτωλικής Συμπολιτείας από την οποία την διεκδίκησε πολλές φορές στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. ο Φίλιππος ο Ε΄της Μακεδονίας. Ο Ρωμαίος ανθύπατος Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος συναντήθηκε το 198 π.Χ.με τον Φίλιππο Ε΄ το Μακεδόνα «προς τον κατά Θρόνιον  Αιγιαλόν» προκειμένου να διαβουλευθούν.

Κατά μία άποψη η πόλη όφειλε το όνομά της στη νύμφη Θρονία. Μεταξύ αρκετών κινητών ευρημάτων δύο χάλκινα νομίσματα των Επικνημιδίων Λοκρών χρονολογούμενα στον 4ου αιώνά π.Χ. περισυλλέχθηκαν από επιφανειακά στρώματα στον αρχαιολογικό χώρο του Θρονίου. Ο εμπροσθότυπος του ενός κοσμείται με κεφαλή Αθηνάς ενώ του δευτέρου με κεφαλή Απόλλωνος.

Επίνειο Θρονίου


Κατά το Στράβωνα το Θρόνιο διέθετε επίνειο το οποίο απείχε απόσταση 20 σταδίων από την πόλη. Στην παραλιακή ζώνη μεταξύ Καμένων Βούρλων και Καινουρίου, στη θέση Άγιος Νικόλαος, εντοπίστηκαν καταποντισμένα αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα.

Κνημίδες


Πόλη της Επικνημιδίων Λοκρών, που κατά το Στράβωνα βρίσκεται σε θέση ερυμνή δηλαδή οχυρή ? προστετευμένη μετά το Δαφνούντα, κάπου είκοσι στάδια από τη θάλασσα. Η κορυφή της Κνημίδος, που είναι ακριβώς πάνω από το Ασπρονέρι ονομάζεται Βουβάλι ή Γουβάλι. Πάνω σε αυτή την κορυφή εντοπίστηκαν λείψανα οχύρωσης ύστερης κλασσικής εποχής, που πιθανόν να αποτελούν τα τείχη της ακρόπολης των Κνημίδων.

Βωμός Καμένων Βούρλων


Το Νοέμβριο του 1937 ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Oldfather ανακάλυψε στους πρόποδες του όρους Κνημίς, τετρακόσια περίπου μέτρα ΝΔ των ιαματικών πηγών Καμένων Βούρλων ένα λαξευμένο σε ασβεστολιθικό βράχο βωμό, τον οποίο δημοσίευσε στο AJA to 1940. O Contstantine Yavis εκδίδοντας το 1949 το βιβλίο Greek Altars κάνει ιδιαίτερη μνεία περί του βωμού των Καμένων Βούρλων, τον οποίο χαρακτηρίζει ως βωμό εξέδρα δίχως να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία περί της χρονολογήσεώς του. Ενδεικτική επιφανειακή κεραμική, που περισυλλέχθηκε από το περιβάλλοντα χώρο χρονολογείται από τους ύστερη κλασσική εποχή έως και τη ρωμαιοκρατία. Επιπλέον η ονομασία του χώρου «Κολυμπύθρες» αποτελεί αποχρώσα ένδειξη για την πιθανή συνέχιση χρήσεως του χώρου κατά τους βυζαντινούς χρόνους.

Η σεισμικότητα της περιοχής και οι πολλές θερμές πηγές συνδέουν κυρίως την Επικνημίδια Λοκρίδα με τον κορυφαίο ήρωα και ημίθεο των Ελλήνων, τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής όπως και ο Δίας θεωρείται κατεξοχήν ελληνική θεότητα. Η λατρεία του φαίνεται ότι ήλθε και εξαπλώθηκε μαζί με τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα από την περιοχή της Ηπείρου και της βορειοδυτικής Θεσσαλίας. Κέντρο της λατρείας του ήταν η Οίτη, το ιερό βουνό των Λοκρών, που υψώνεται πάνω από την Επικνημίδια Λοκρίδα. Σύμφωνα με το μύθο ο Ηρακλής μετά από κάθε άθλο πήγαινε σε ιαματικές πηγές προκειμένου να γιατρέψει τις πληγές του. Για το λόγο αυτό οι Έλληνες αφιέρωναν βωμούς στον Ηρακλή κοντά σε ιαματικές πηγές. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία περί της καταστροφής από τους Πέρσες στις Θερμοπύλες ενός βωμού αφιερωμένου στον Ηρακλή.

Καθολικό Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος


Το καθολικό της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος αποτελεί κηρυγμένο μνημείο εντός των ορίων του Δήμου Καμένων Βούρλων. Ο ναός έγινε ευρύτερα γνωστός το 1936 με ένα άρθρο του Γ. Κόλλια. Πριν από τριάντα πέντε και πλέον χρόνια συντηρήθηκε από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων και έγινε καλλίτερα γνωστό με τη δημοσίευση σχεδίων και φωτογραφιών δεν έχει ακόμη όμως δημοσιευτεί πλήρης μελέτη του μνημείου.

Κατά τον Γ. Κόλια το 1587 επισκευάστηκαν τα κελλιά της Μονής. Οι σωζόμενες νεώτερες τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν το 1725 και το 1747. Σήμερα το καθολικό της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως είναι μία τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική με νάρθηκα, που τμήμα του καλύπτει σταυροθόλιο με νευρώσεις. Οι παραστάδες που προβάλλουν στο εσωτερικό από τους πλάγιους τοίχους με απόσταση μεταξύ τους 2,60μ.δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο ναός ήταν αρχικώς σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και μάλιστα ημισύνθετος τετρακιόνιος.

Η χρονολόγηση του αρχικού μνημείου από τον Παύλο Λαζαρίδη στον 11ο ? 12ο αιώνα είναι γενικώς αποδεκτή.